Ενσιλωτής

Το ιστολόγιο λειτουργεί στο περιβάλλον του Google Blogger και ο Blogger χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υηρεσιών, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με την περιήγηση στο ιστολόγιο αποδέχεστε τη χρήση των cookies.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

"Πολύ απλοϊκό και εθνικά επιζήμιο" να υποκατασταθεί ο εγχώριος λιγνίτης από το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Ποιές ΑΠΕ;


Ένα ενδιαφέρον άρθρο εμφανίστηκε χθες στην έντυπη και ηλεκτρονική "Αυγή" (και σε άλλους ιστότοπους). Το υπογράφει το μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) Αντ. Κοντολέων, απόψεις του οποίου έχουμε ξαναδει απ' τα πρώτα βήματα αυτού του ιστολογίου, καθώς είναι απ' τους λίγους στην ΕΒΙΚΕΝ που φαίνονται ν' αντιλαμβάνονται τη σημασία του λιγνίτη για την εθνική οικονομία και ειδικότερα για την ενεργοβόρα βιομηχανία. Το νέο άρθρο είναι και πάλι υπέρ του λιγνίτη, σε κάποιο σημείο έχει ωστόσο μια σαφώς υποχωρητική θέση ως προς την αντίστοιχη άποψη που διατύπωσε το Φεβρουάριο 2014. Ακολουθεί το άρθρο, (οι επισημάνσεις με έντονα κόκκινα δικές μου):

"Η χρόνια απουσία στρατηγικού ενεργειακού σχεδιασμού δεν επέτρεψε να γίνει ποτέ μια ουσιαστική και ορθολογική συζήτηση γύρω από το ενεργειακό μείγμα για την ηλεκτροπαραγωγή, θέμα σύνθετο και εθνικής σημασίας. Οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι πολλές: ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αξιοποίηση εγχώριων πόρων, οικονομικά βέλτιστες επιλογές.
Γι’ αυτό και θεωρούμε πολύ απλοϊκό αλλά και εθνικά επιζήμιο να επιχειρείται να εξοστρακιστεί ο λιγνίτης από το ενεργειακό μείγμα για την ηλεκτροπαραγωγή και να υποκατασταθεί από ένα εισαγόμενο καύσιμο, όπως είναι το φυσικό αέριο.
Αντιλαμβανόμαστε ασφαλώς και συμφωνούμε με τον εθνικό και ευρωπαϊκό στόχο της μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα και της σταδιακής μετάβασης προς «πράσινες» μορφές ενέργειας, χωρίς όμως να υπονομεύεται η ...
ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, καθώς επίσης και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ειδικότερα της βιομηχανίας. Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το % του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα. Συντασσόμαστε απόλυτα με την άποψη που το καθορίζει στο επίπεδο τουλάχιστον του 25-28 % (σήμερα είναι 28%).
Εξίσου εθνικά επιζήμια θεωρούμε και την κίνηση των ανταγωνιστών της ΔΕΗ, σύμφωνα με καταγγελία του προέδρου της ΔΕΗ, που σαμποτάρισαν την προσπάθειά της να πετύχει την έγκριση της Ε.Ε. για αύξηση των ωρών λειτουργίας για το διάστημα 2016-2023 των έξι λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ (Αμύνταιο Ι, ΙΙ και Καρδιά Ι, ΙΙ, III, IV) από 17.500 ώρες σε 32.000 ώρες, περιορισμός που έχει επιβληθεί στο πλαίσιο ευθυγράμμισης με σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (75/2010).
O περιορισμός αυτός θα οδηγήσει, όπως αναφέρεται και στη μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ, σε προφανή κίνδυνο για την επάρκεια του συστήματος λόγω ακριβώς της ταυτόχρονης απόσυρσης 1.656 MW λιγνιτικής παραγωγής την άνοιξη του 2020, ενώ η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα V στην καλύτερη περίπτωση αναμένεται ότι θα λειτουργήσει όχι νωρίτερα από το 2022. Πώς μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε εκείνα τα συμφέροντα που αντιστρατεύονται με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο την ολοκλήρωση της νέας μονάδας; Θα μπορέσει όμως η ΔΕΗ να πραγματοποιήσει το επενδυτικό της πλάνο λαμβάνοντας υπόψη την αμφιλεγόμενη, ως προς την αναγκαιότητα για την επίτευξη του στόχου του ανοίγματος της αγοράς, οικονομική αφαίμαξη της ΔΕΗ που επιχειρείται με τις λεγόμενες δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ;
Άραγε, η βίαιη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ έως το 2019-2020 έχει ως στόχο την ανάπτυξη ανταγωνιστικής αγοράς ή την οικονομική καταστροφή της και την απαξίωση των παγίων της προς όφελος των ανταγωνιστών της, ντόπιων και ξένων;
Το βασικότερο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν την “απολιγνιτοποίηση” του εγχώριου ενεργειακού μείγματος, εκτός του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του λιγνίτη, εντοπίζεται στη στοχαστικότητα των ΑΠΕ, η οποία απαιτεί ευέλικτες μονάδες παραγωγής. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, ευέλικτες μονάδες είναι κύρια οι μονάδες παραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο και δευτερευόντως τα Υ/Η. Ενσυνείδητη παραπληροφόρηση που αγνοεί το γεγονός ότι οι σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, όπως αυτές που εντάσσονται στο επενδυτικό πλάνο της ΔΕΗ, είναι εξίσου ευέλικτες.
Δεν υπάρχει πολυτέλεια να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Ο εθνικός ενεργειακός στρατηγικός σχεδιασμός θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο τη διασφάλιση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και δεν μπορεί να υπαγορεύεται από την ανάγκη να στηριχτούν επενδυτικές επιλογές του παρελθόντος και συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης, όπου καταβάλλεται εσχάτως προσπάθεια να προβληθεί η άποψη ότι είναι προτιμότερο να προωθηθεί η τροφοδοσία του νησιού με φυσικό αέριο, παραβλέποντας το τεράστιο κόστος των αναγκαίων εγκαταστάσεων.
Η ανάπτυξη της χώρας τη δεκαετία του '60 βασίστηκε στα Υ/Η και στον λιγνίτη. Σήμερα η μόνη ορθή και εθνικά επωφελής επιλογή είναι ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα, που θα ενισχύει την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αξιοποιώντας πλήρως τους εγχώριους πόρους, επιτρέποντας σε διαφορετικές τεχνολογίες να εξελίσσονται και να ανταγωνίζονται στην αγορά, με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και βεβαίως τον σεβασμό των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της Ένωσης.
Αυτή άλλωστε είναι και η γενικότερη ευρωπαϊκή κατεύθυνση, όπως περιγράφεται και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για την Ενεργειακή Ένωση: "Το διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα των κρατών - μελών, βασισμένο στους εγχώριους πόρους που διαθέτει το καθένα, αλλά και στις γεωγραφικές, περιβαλλοντικές παραμέτρους, τις ενεργειακές ανάγκες και φυσικά στα κόστη... αποτελεί περιουσιακό στοιχείο για την Ένωση συνολικά, αφού ενισχύει την αντοχή της σε διακοπές / προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού και οδηγεί στις πλέον συμφέρουσες επιλογές από πλευράς κόστους."
Κατά συνέπεια, η βιομηχανία θεωρεί ότι στον διάλογο για τον στρατηγικό ενεργειακό σχεδιασμό θα πρέπει να προταχθεί το ζητούμενο της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.
Ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε. Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού, μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους -και όχι μόνο- αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση."

Εδώ τελειώνει το άρθρο και πρέπει να επισημάνω πως δεν θυμάμαι κάποιον να μιλά για "ποσοστό λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα τουλάχιστον 25-28%", θυμάμαι το Πρόεδρο της ΔΕΗ να μιλά για ποσοστό 30-35% και θυμάμαι ακόμα καλύτερα πως το άρθρο του 2014 έλεγε ξεκάθαρα: "Επομένως είναι σαφές ότι η επανεκκίνηση της ελληνικής βιομηχανίας προϋποθέτει ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας και αυτό στον ηλεκτρισμό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την διατήρηση της λιγνιτικής παραγωγής τουλάχιστον στο επίπεδο της παραγωγής των 27.500GWH του 2010-2012". Τι απέγιναν οι 27.500GWh, οέοοο; 

Οι αναρτήσεις μας δημοσιεύονται στο greeklignite.blogspot.gr και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Πατήστε "Μου αρέσει" (Like) στη σελίδα μας, για να έχετε πιο άμεση ενημέρωση! Και ανοίγετε τις αναρτήσεις, καθώς το Facebook δεν θα σας τις εμφανίζει καθόλου στη ροή αν δει πως δεν τις ανοίγετε.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι βεβαίως πως τις 27.500GWh τις κατέστρεψαν οι κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή, που γέμισαν την Ελλάδα μονάδες φυσικού αερίου χωρίς να έχουμε δικό μας αέριο, η κυβέρνηση Παπανδρέου, που θέλησε να μας κάνει τη "Δανία του Νότου", αλλά και η κυβέρνηση των ΣαμαροΒενιζέλων, όταν το 2012 προώθησε τον Οδικό Χάρτη για το 2050. Επισημάνθηκε στην ΕΒΙΚΕΝ το καλοκαίρι του 2012, επισημάνθηκε σε εξέχοντα πρώην Πρόεδρο του ΣΕΒ το καλοκαίρι του 2013, επισημάνθηκε και στο Σταθάκη πριν γίνει ο Σύριζα κυβέρνηση: "προσέξτε το λιγνίτη, πριν να είναι αργά για τη χώρα". Δυστυχώς, όταν στις αρχές του 2013 οι βιομήχανοι πήγαν στο Μαξίμου να δουν το Σαμαρά για το ενεργειακό κόστος εισέπραξαν "τσάι και συμπάθεια" και λίγο αργότερα βγήκε για πώληση η "μικρή ΔΕΗ", είναι πολλά τα λεφτά στην ενέργεια. Έκτοτε η λιγνιτική βιομηχανία οδηγείται σταδιακά σε συρρίκνωση, το μερίδιο του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής έπεσε στο 28% και η άφρων ενεργειακή πολιτική της 15ετίας 2000-2014 σκάζει πλέον στα χέρια του Σύριζα.

Οι 27.500GWh ανήκουν στην ιστορία, δεν είναι ρεαλιστικό να συζητούμε πλέον γι’ αυτές. Συνεπώς η μόνη ορθή και εθνικά επωφελής επιλογή είναι ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα, που θα θέτει ως στόχο μια συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα με όχι λιγότερες από 20.000GWh στο σημερινό διασυνδεμένο σύστημα, (ένα ποσοστό περίπου 38,5% τώρα και αρκετά χαμηλότερο αργότερα, μετά τη διασύνδεση των –μισών- Κυκλάδων και της Κρήτης). Ένα ποσοστό που διασφαλίζει μια ελάχιστη συμμετοχή εγχώριων πηγών, ένα ποσοστό που επιτρέπει την ολοκλήρωση της εκμετάλλευσης των ήδη ανοικτών λιγνιτωρυχείων, προκειμένου να γίνει ομαλά η αποκατάστασή τους, ένα ποσοστό που διασφαλίζει δουλειές και θέρμανση για τους Έλληνες, ένα ποσοστό που αφήνει χώρο για όλες τις τεχνολογίες κι όλα τα συμφέροντα, που "αφήνει όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν". Κι ένα ποσοστό που λέει στον κ. Σταθάκη να ξεμπλοκάρει επιτέλους αυτό το στοιχειωμένο λιγνιτωρυχείο της Βεύης. Νισάφι πια!

Φυσικά υπάρχει πάντα η δυνατότητα να δρομολογηθεί η αξιοποίηση κι άλλων κοιτασμάτων, πέρα απ' αυτά που σήμερα βρίσκονται σε εκμετάλλευση, αν υποτεθεί πως η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ στις 15/12/2016 αναβιώνει τις προσδοκίες ιδιωτικών ομίλων για πρόσβαση στο λιγνίτη, επιπλέον αυτής που έδωσαν ήδη οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Όπως έχει πει και το ΥΠΕΚΑ το 2010, το ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροδότησης χωρά άνετα μέχρι 4000MW λιγνιτικών μονάδων, για να καλύψουν το φορτίο βάσης και μέρος του μεταβλητού φορτίου, αλλά, "των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν" και το σάπιο πολιτικό σύστημα, που μας χρεοκόπησε σε καιρό ειρήνης, "μαγείρεψε" το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο. Μετά την απόσυρση τα επόμενα χρόνια των 4 μονάδων του ΑΗΣ Καρδιάς, των δυο μονάδων του ΑΗΣ Αμυνταίου και μιας μονάδας στη Μεγαλόπολη, δεν το βλέπω πλέον εύκολο να αποκτήσουμε ξανά στο μέλλον τέτοια λιγνιτική ισχύ. Παρ' όλο που, παρά τις ανοησίες και τα ψέματα της μαύρης προπαγάνδας, που ακούστηκαν τελευταία για δήθεν φθηνή ενέργεια απ' τα Φ/Β, μέχρι να βρεθεί φθηνή κι αξιόπιστη τεχνολογία αποθήκευσης ηλεκτρισμού

μόνο ο λιγνίτης, 
ο δικός μας μαύρος χρυσός,
μπορεί να εγγυηθεί αδιάλειπτη και φθηνή ηλεκτροδότηση 24 ώρες το 24ωρο, από εγχώριες ενεργειακές πηγές! 

Ο μόνος τρόπος ν' ακριβύνει η λιγνιτική κιλοβατώρα είναι με την άγρια φορολόγηση, όπως έκαναν και με την εξαιρετικά αποτυχημένη πολιτική για το πετρέλαιο θέρμανσης, που βύθισε τους πολίτες σ' ενεργειακή φτώχεια και σκότωσε πολλούς σε πυρκαϊές και μαγκάλια. Αλλά κανείς πολιτικός δεν λογοδοτεί ποτέ για τα θύματα που αφήνει πίσω του, μόνο "παράσημα" παίρνει ...



2 σχόλια:

  1. Πλήρως κατευθυνόμενα τα άρθρα της εν λόγω εφημερίδας...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. http://www.world-nuclear.org/information-library/energy-and-the-environment/renewable-energy-and-electricity.aspx


    Renewable Energy and Electricity

    (Updated December 2016)

    There is widespread popular support for using renewable energy, particularly solar and wind energy, which provide electricity without giving rise to any carbon dioxide emissions.
    Harnessing these for electricity depends on the cost and efficiency of the technology, which is constantly improving, thus reducing costs per peak kilowatt, and per kWh.
    Utilising electricity from solar and wind in a grid becomes problematical at high levels for complex but now well-demonstrated reasons. Supply does not correspond with demand.
    Back-up generating capacity is required due to the intermittent nature of solar and wind, but at high levels the economics of this are compromised.
    Policy settings to support renewables are generally required to confer priority in grid systems and also subsidise them, and some 50 countries have these provisions.
    Utilising solar and wind-generated electricity in a stand-alone system requires corresponding battery or other storage capacity.
    The possibility of large-scale use of hydrogen in the future as a transport fuel increases the potential for both renewables and base-load electricity supply.

    Technology to utilise the forces of nature for doing work to supply human needs is as old as the first sailing ship. But attention swung away from renewable sources as the industrial revolution progressed on the basis of the concentrated energy locked up in fossil fuels. This was compounded by the increasing use of reticulated electricity based on fossil fuels and the importance of portable high-density energy sources for transport – the era of oil.

    As electricity demand escalated, with supply depending largely on fossil fuels plus some hydro power and then nuclear energy, concerns arose about carbon dioxide emissions contributing to possible global warming. Attention again turned to the huge sources of energy surging around us in nature – sun, wind, and seas in particular. There was never any doubt about the magnitude of these, the challenge was always in harnessing them so as to meet demand.


    τα υπόλοιπα στο site.

    ΑπάντησηΔιαγραφή