Πρόσφατα ξεκίνησαν οι εργασίες της Εθνικής Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα, που υποτίθεται ότι θα καταρτίσει τον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό μέχρι το 2030. Ένας απ' τους μηχανικούς
που ασχολούνται χρόνια με το λιγνίτη κι έχουμε ξαναδημοσιεύσει άρθρα, έστειλε στην Επιτροπή επιστολή με θέμα το σημερινό τίτλο και τη δημοσιεύουμε πιο κάτω:
Χρήστος
Ι. Κολοβός
Δρ
Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός Μηχανικός ΕΜΠ
Μέλος
Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
Στο
τέλος του 2017 πήρε ευρεία δημοσιότητα η είδηση πως "Τετραπλάσιο, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, είναι το κοίτασμα
πετρελαίου στο Κατάκολο, καθώς τα βεβαιωμένα αποθέματα, τα οποία πιστοποιούνται
από ανεξάρτητο οίκο, είναι 10,7 εκατ. βαρέλια έναντι 3 εκατ. που ήταν η
εκτίμηση κατά την περίοδο που έγινε ο διαγωνισμός." Είναι ασφαλώς
θετικό να ανακαλύπτονται νέοι εγχώριοι ενεργειακοί πόροι, καθώς η εκμετάλλευσή
τους βοηθά τη χώρα να αποφεύγει εισαγωγές, σε μια χρονική συγκυρία που και
χρεοκοπημένη είναι και δεν μπορεί να τυπώνει δικό της νόμισμα.
Οι
πολιτικοί μας ωστόσο τείνουν να ξεχάσουν πως η χώρα διαθέτει ήδη 1 δισεκατομμύριο βαρέλια μαύρου χρυσού για άμεση
εκμετάλλευση (και πολύ περισσότερα βαρέλια για μελλοντική), καθώς οι
απαραίτητες επενδύσεις έχουν ήδη γίνει ή μπορούν να γίνουν με πολύ λίγα
χρήματα, σε σχέση π.χ. μ' αυτά που αφαιρούνται απ' τις τσέπες των καταναλωτών
μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, για να κατευθυνθούν σε άλλες, εντελώς περιορισμένης
αποτελεσματικότητας πηγές ενέργειας.
Στο
διάγραμμα, που έχει συνταχθεί με βάση δημοσιευμένα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, φαίνεται
η διακύμανση της ζήτησης φορτίου στο Ελληνικό Διασυνδεμένο Σύστημα Μεταφοράς
Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) στο διάστημα 2002-2017, (συµπεριλαµβάνονται οι απώλειες μεταφοράς, δεν συµπεριλαµβάνεται το
φορτίο που καλύφθηκε από διεσπαρµένη παραγωγή από τα περίπου 2,5GW Φ/Β, που
εγκαταστάθηκαν από το 2004 και κυρίως το
2011-12 και είναι συνδεδεµένα απευθείας στο Δίκτυο Διανοµής). Για τα αμέσως
επόμενα χρόνια έχει ήδη δρομολογηθεί η διασύνδεση στο σύστημα μεταφοράς ενός
τμήματος των μη ακόμα διασυνδεμένων Κυκλάδων και της Κρήτης. Οι διασυνδέσεις
αυτές ασφαλώς θα αυξήσουν την ελάχιστη ετήσια ζήτηση στο σύστημα.
Η
ελάχιστη ζήτηση του συστήματος αποτελεί το λεγόμενο "φορτίο βάσης"
του συστήματος και σ' όλο τον πλανήτη το φορτίο βάσης καλύπτεται από μονάδες
που λειτουργούν συνεχώς, προκειμένου να έχουν υψηλό βαθμό φόρτισης, υψηλό
συντελεστή χρησιμοποίησης και συνεπακόλουθα χαμηλό μοναδιαίο κόστος της
παραγόμενης ενέργειας. Επειδή με το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο μαγικές λύσεις ΔΕΝ υπάρχουν, οι μονάδες
αυτές είναι κατά κανόνα μεγάλης ισχύος και είτε ορυκτών καυσίμων είτε πυρηνικές
είτε, σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις, υδροηλεκτρικές (π.χ. στη Νορβηγία, που
καλύπτει 97% των αναγκών από υδροηλεκτρικά). Στη χώρα μας από το δεύτερο μισό
του 20ού αιώνα η παραγωγή φορτίου βάσης γίνεται συνεχώς από τον εγχώριο
λιγνίτη. Το 2004, με την Ολυμπιάδα της Αθήνας, από εγχώριο λιγνίτη παρήχθησαν
32,5TWh ή 66,4% επί συνόλου 48,9TWh και από φυσικό αέριο 8,0TWh ή 16,4%. Η
παραγωγή αυτή δείχνει πως ο λιγνίτης δεν κάλυπτε μόνο το φορτίο βάσης, αλλά και
μεγάλο μέρος του μεταβλητού φορτίου, ανάμεσα στην ελάχιστη και τη μέγιστη
ζήτηση.
Όπως
φαίνεται στο διάγραμμα, ο λιγνίτης κάλλιστα μπορεί να συμμετέχει στο μείγμα
ηλεκτροπαραγωγής με τουλάχιστον 4GW (διακεκομμένη γραμμή), αρκεί οι εκπομπές CO2
να συμβαδίζουν με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Οι σήμερα λειτουργούντες
ΑΗΣ έχουν συνολική (καθαρή) ισχύ 3,91GW, ωστόσο, με τις δρομολογημένες από ετών
εξελίξεις και μετά την απόσυρση των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου, που βρίσκονται
ήδη σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας, η συνολική λιγνιτική ισχύς, (μαζί με
τον υπό κατασκευή νέο ΑΗΣ Πτολεμαΐδας), θα είναι μόλις 2,8GW. Μετά την απόσυρση
και των δυο μονάδων της Μεγαλόπολης την προσεχή 10ετία, η λιγνιτική ισχύς θα
υποχωρήσει στα 2,35GW, πολύ κάτω των αναγκών για φορτίο
βάσης του συστήματος.
Δεν
πρέπει να λησμονούμε πως ...