Δειτε κι εδώ

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Τα "σιδερένια φυτά" και η "Γλώσσα και πολιτική" (Μέρος 1ο). Μια ομιλία - έκπληξη, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι ...

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις ο Συριζα οδεύει προς την εξουσία και οι απόψεις που διατυπώνει στα ενεργειακά τραβούν την προσοχή. Με ενδιαφέρον λοιπόν είδαμε την ερώτηση του Μανώλη Γλέζου στο ΕυρωΚοινοβούλιο, με την οποία καταφέρθηκε ενάντια στα Φ/Β που έχουν τοποθετηθεί στα χωράφια. Οι βιαστικοί και κακοπροαίρετοι έσπευσαν να γενικεύσουν πως τάχα η ερώτηση αφορά γενικά τα Φ/Β, κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά απ' το κείμενο της ερώτησης.

Τα Φ/Β στα χωράφια ήταν μια ακόμα προκλητική εκδήλωση της πελατειακής λογικής των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων. Αδιαφορώντας εντελώς για τη λιγοστή και γι' αυτό υπερπολύτιμη καλλιεργήσιμη γη της χώρας, προκειμένου να εξασφαλίσουν αγροτικές ψήφους, έδωσαν ...
τη δυνατότητα στους αγρότες να μετατρέψουν ακόμα και γη υψηλής παραγωγικής δυναμικότητας σε Φ/Β πάρκα. Όμως το πάρκο δεν γίνεται στο χαλαρό φυσικό έδαφος, οπότε είδαμε να σκάβεται και να πετιέται το αρόσιμο εδαφικό υλικό, αυτό που η φύση χρειάζεται εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια για να το μετατρέψει σε καλλιεργήσιμο. 

Είδαμε χωράφια να διαστρώνονται με αμμοχάλικα, για να γίνουν δάπεδο έδρασης των Φ/Β. Είδαμε τσιμεντένιες βάσεις να ξεφυτρώνουν στα χωράφια, για να στηθούν συστήματα παρακολούθησης της τροχιάς του ήλιου. Αλλοιώθηκε βάναυσα η χρήση γης από αγροτική σε βιομηχανική. Πώς θα αποκατασταθεί ξανά σε 20 χρόνια, που είναι η διάρκεια ζωής των Φ/Β;

Και σε ακόμα μια απόδειξη της πλήρους ανευθυνότητας των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων, με την κρίση προτείνουν επιστροφή στον πρωτογενή τομέα, στα χωράφια που οι ίδιοι κατέστρεψαν! Επιστροφή στην αγροτική Ελλάδα του 1950, αλλά με λιγότερα χωράφια!

Είναι πολύ σωστή λοιπόν η διατύπωση της ερώτησης του Γλέζου, τα Φ/Β δεν έχουν καμιά δουλειά στα χωράφια, αν πρέπει οπωσδήποτε να τα βάλουμε, υπάρχουν χέρσες εκτάσεις και ταράτσες όπου μπορούν να εγκατασταθούν.

Μια που μιλάμε για τη διατύπωση, ίσως δεν είναι γνωστή η ιδιαίτερη σχέση του Γλέζου με τη Γλώσσα, καθώς του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου καθηγητή της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πάτρας το 1996 και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2001. Την Τετάρτη, 23 Ιανουαρίου 2008, στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου και η φωτογραφία, ο Μανώλης Γλέζος αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον τιμώμενο Μ. Γλέζο προσφώνησε ο Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Ν. Κίττας και τον παρουσίασε η καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας, Αμαλία Μόζερ. Ακολούθησε η Αντιφώνηση του Μανώλη Γλέζου με θέμα: “Γλώσσα και Πολιτική”, την οποία είχε την καλοσύνη να μας στείλει φίλος του ιστολόγιου και την οποία, λόγω της έκτασης, δημοσιεύουμε σε 2 μέρη. Το 1ο μέρος αναφέρεται σε προσωπικά βιώματα σε σχέση με τη Γλώσσα, ενώ το 2ο μέρος, που ίσως είναι και πιο ενδιαφέρον, δίνει έμφαση στη σχέση Γλώσσας και Πολιτικής. Η ανάπτυξη των Γλωσσικών ικανοτήτων, καθαρά θέμα Παιδείας, διαμορφώνει πολίτες που μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τις πολιτικές απάτες:

Οι αναρτήσεις μας βρίσκονται και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Πατήστε «Μου αρέσει» (Like) στη σελίδα μας, για να έχετε πιο άμεση ενημέρωση!

Αγαπητέ Πρύτανη, Αγαπητοί Αντιπρυτάνεις, Αγαπητά μέλη της Συγκλήτου και του Διδακτικού προσωπικού του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αγαπητοί σύντροφοι, συναγωνιστές, συμμαχητές των αγώνων για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Ανεξαρτησία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη, Αγαπητοί συμπατριώτες, Αγαπητοί προσκεκλημένοι, Αγαπητοί Πανεπιστημιακοί Δάσκαλοι,

Η τιμητική διάκριση, την οποία μάλιστα σε τελετή μου προσφέρετε, θα ηχήσει ως δύστροπος ενέργεια στα ώτα πολλών ακουόντων και ενασχολουμένων με τη ΜΜΜεδίστικη φιλοθεάμονα αγορά, αλλά, όσο κι αν φανεί παράξενο, έρχεται ως φυσική κατάληξη μιας εργώδους προσπάθειας επτά και άνω δεκαετιών μελέτης της Ελληνικής Γλώσσας και έρευνας του λεκτικού συμβολισμού.

Εξηγούμαι:
Η πρώτη προσέγγιση στη γλώσσα συνέβη, όταν ο γνωστός αρχιτέκτονας Δημ. Βασιλειάδης ήρθε στ' Απεράθου της Νάξου, το 1934, για να συγγράψει τη διδακτορική διατριβή του, η οποία είχε ως θέμα τους «Απεραθίτικους Ανεφανούς» δηλαδή τις καπνοδόχους. Για να μπορεί να συνεννoηθεί με τους συγχωριανούς μου, διότι ο ίδιος αγνοούσε το απεραθίτικο ιδίωμα, ζήτησε από τον καθηγητή Βλάση Σφυρόερα και τη δασκάλα Ανδρομάχη Ναυπλιώτη να τον βοηθήσουν. Οι γονείς μας πρόσφεραν τα παιδιά τους ο καθηγητής Σφυρόερας το γιο του Βασίλη, δηλαδή τον γνωστό ομότιμο καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλη Σφυρόερα και η δασκάλα μάνα μου εμένα, διότι γνωρίζαμε και τα «Αθηναίικα», δηλαδή την κοινή νεοελληνική γλώσσα.

Ο ρόλος του ξεναγού-μεταφραστή μού γέννησε απορίες, ερωτηματικά και άνοιξε ένα ευρύτατο πεδίο έρευνας και ενασχόλησης. Απότοκος όλων αυτών υπήρξε η πρώτη απόπειρα συγγραφής του Απεραθίτικου Λεξικού, το 1935, η οποία παρά τις διακοπές συνεχίζεται ακόμα. Και ευελπιστώ να το ολοκληρώσω σύντομα, ώστε να φθάσει στο τυπογραφείο.

Στη μακρά διάρκεια αυτών των χρόνων η ενασχόλησή μου με την ελληνική γλώσσα και το λεκτικό συμβολισμό γενικότερα υπήρξε συνεχής και κατά περιόδους εντατική.

Στα μαθητικά ως και τα φοιτητικά μου χρόνια ασχολήθηκα με τη γραφική απόδοση των φθόγγων των λέξεων της ελληνικής γλώσσας και έγινα, για ένα διάστημα, φανατικός οπαδός της φωνητικής γραφής ενάντια στην ιστορική ορθογραφία.

Θυμάμαι μάλιστα έντονα την πρώτη διαμάχη μου πάνω στο θέμα με τον πατρυιό μου, τον δάσκαλο Νικόλαο Δημητροκάλλη, εξαίρετο κάτοχο της ελληνικής γλώσσας. Αντέτεινε στις απόψεις μου το επιχείρημα: «Πώς θα διακρίνουμε: τα τείχη της πόλεως όταν οι τοίχοι των σπιτιών, θα το φέρει η τύχη και θα τύχει να πέσουν;»

Του απάντησα τότε ότι κατά τη συνομιλία, στον προφορικό λόγο μας, από τα συμφραζόμενα και μόνο και όχι από την ιστορική ορθογραφία μπορούμε να συνεννοηθούμε, για το τι εννοούμε όταν λέμε: «οι τοίχοι των σπιτιών, ή τα τείχη των πόλεων και αν θα τύχει να το φέρει η τύχη».

Το άλλο μου επιχείρημα ήταν ότι και στα αρχαία ελληνικά συμβαίνει το ανάλογο: Λέξεις με την ίδια γραφή να έχουν διαφορετικές έννοιες, οι οποίες μόνο από τα συμφραζόμενα διευκρινίζονται. Για παράδειγμα,η λέξη ηγούμαι που έχει τρεις διαφορετικές έννοιες. 1) ηγούμαι: οδηγώ 2) ηγούμαι: νομίζω, φρονώ 3) ηγούμαι: διοικώ. Στην πορεία ανακάλυψα πλήθος παρόμοιες λέξεις, όπως π.χ. κραίνω: 1) ψάλλω, 2) διοικώ, 3) κρίνω.

Χωρίς, δηλαδή, να έχω ανακαλύψει το σημαίνον και το σημαινόμενο του Ferdinand de Saussure είχα ανακαλύψει το λεκτικό περίβλημα και το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων, την ταύτιση αλλά και τη διαφορά τους.

Οι έρευνές μου για την Ελληνική Γλώσσα συνεχίστηκαν κι έφτασαν σε εύρος και βάθος κατά τη διάρκεια των φυλακίσεών μου, όταν με απομόνωναν εντελώς. Τις περιγράφω στο βιβλίο μου «Το φαινόμενο της Αλλοτρίωσης στη Γλώσσα». Γράφω:
«Εκεί, μέσα στο σκοτάδι (το πειθαρχείο των Φυλακών Ακροναυπλίας), ανάπλαθα στο νου μου τις παραστάσεις του έξω κόσμου. Έφερνα μέσα στο σκοτεινό κελί μου το φως του ήλιου, τα χρώματα της θάλασσας, τα σπίτια του χωριού μου, πρισματικές σταγόνες φως να μαρμαίρουν αγάπη κι αλήθεια. Μπορούσα να θυμηθώ ό,τι είχα δει. Αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ χωρίς τις λέξεις. Δε μπορούσα να επεξεργαστώ το υλικό της μνήμης, τις παραστάσεις, χωρίς τη βοήθεια των λέξεων.

»Εκεί, στο σκοτάδι μέσα, ανακάλυψα την αξία του λεκτικού συμβολισμού. Όχι μόνο γιατί επιβεβαίωνα την ύπαρξή μου με τα λόγια, αφού μπορούσα να σκεφτώ μόνο μ' αυτά. Αλλά γιατί έφερνα μέσα μου με τις λέξεις όλο τον έξω κόσμο. Μπορούσα να σκεφτώ για το παρελθόν, για το απόν, για το μέλλον, μόνο με τις λέξεις.

»Εκεί, μέσα στο σκοτάδι του "ανθρώπου", ανακάλυψα κι άλλη μιαν ιδιότητα του λεκτικού συμβολισμού. Ανακάλυψα πως μπορεί να διχαστεί το λεκτικό σύμβολο στο λεκτικό περίβλημά του και στο εννοιολογικό περιεχόμενό του. Πως μπορεί να υπάρξει διάστασή τους, αντιστροφή τους. Ανακάλυψα πως το άσπρο γίνεται μαύρο και το μαύρο άσπρο.
»Όλοι οι συγκρατούμενοί μου, οι έφηβοι της κατοχής, πιστοί στου χρέους το κάλεσμα, στο προσκλητήριο της σκλαβωμένης πατρίδας, προσήλθαν και κατατάχτηκαν στις αντιστασιακές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ. Πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας. Κι όμως τώρα, με την ταμπέλα του "εγκληματία", του "προδότη", καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν.

»Με τη βοήθεια του λεκτικού συμβολισμού η εθνική αντίσταση βαφτιζόταν και μετατρεπόταν σε "προδοσία" και η συνεργασία με τον κατακτητή σε "υπεράσπιση" των ιδανικών της φυλής» (Εκδόσεις Βέγας, Αθήνα 1977, σελ. 306).

Οι έρευνες και μελέτες μου συνεχίστηκαν. Τόλμησα μάλιστα να δημιουργήσω στο Παρθένι της Λέρου, το 1968-1970, Σχολή Γλωσσολογίας, όπου δίδασκα στους συναγωνιστές πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας τις βασικές αρχές της Γλωσσολογίας. Τα μαθήματα εκείνα έχουν συγγραφεί σε έργα και είναι: 1) Η καταγωγή και γέννηση της γλώσσας. 2) Τα στάδια εξέλιξης της γλώσσας. 3) Η δομή της γλώσσας. 4) Το μέλλον της γλώσσας. 5) Η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας. 6) Η γλώσσα ως δύναμη αυτογνωσίας. 7) Γλώσσα και νόηση. 8) Η γλώσσα ως όργανο επιβολής και καταπίεσης. 9) Γλώσσα και πολιτική. 10)  Ο άνθρωπος και το όνομά του. 11) Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα. 12) Ο ρόλος της εργασίας στη δημιουργία της γλώσσας. 13) Ύδωρ-Αύρα-Νερό. 14) Το έτυμο τ' Απεραθιού. 15) Το Απεραθίτικο Λεξικό. 16) Το Κυκλαδίτικο Λεξικό.

Απ' αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας «Το φαινόμενο της Αλλοτρίωσης στη Γλώσσα» (εκδ. Βέγας, Αθήνα 1977), η μελέτη «ο ρόλος της εργασίας στη δημιουργία της γλώσσας», η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λέξη» το 1982, τεύχος 20, και το βιβλίο «Ύδωρ-Αύρα-Νερό» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001).
Μερικές απ' αυτές τις εργασίες έγιναν και αντικείμενο διαλέξεων στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Γερμανία.

Γι' αυτό το λόγο, για όλη αυτή τη μακρά ενασχόλησή μου με την Ελληνική Γλώσσα και το Λεκτικό Συμβολισμό, ομολογώ ότι περίμενα αυτή τη διάκριση. Δεν την επιζήτησα ποτέ, ούτε φανερά, ούτε υπαινικτικά αναφέρθηκα σ' αυτήν. Αλλά σήμερα, ενώπιος ενωπίω, οφείλω να το ομολογήσω, την ανέμενα.

Αντιμετωπίζοντας πάντοτε τα γεγονότα με ευθύτητα, εξετάζω μήπως και αυτή μου η προσμονή οφείλεται σε μια υποσυνείδητη ματαιοδοξία, εξαιτίας δύο γεγονότων τα οποία συνέβησαν στην πορεία αυτής της μακρόχρoνης ενασχόλησής μου περί την γλώσσα.
Το πρώτο συνέβη το 1961, στις φυλακές της Αίγινας, τότε που, αν και φυλακισμένος, είχα εκλεγεί βουλευτής της ΕΔΑ. Πέρα από την πολιτική δουλειά, ως εκπρόσωπος της Ομάδας Συμβίωσης των Πολιτικών Κρατουμένων της Αίγινας και ως μέλος του Γραφείου της Κρυφής Οργάνωσης των Κρατουμένων Αγωνιστών, παράλληλα έπαιρνα μέρος, ως αναλυτής όλων των πολιτικών και θεωρητικών μαθημάτων της ιδεολογίας του ιστορικού υλισμού, αλλά δεν εγκατέλειπα και τις γλωσσολογικές μου έρευνες και συγγραφές. Σηκωνόμουν από τα χαράματα και, με το πρώτο φως της μέρας, άρχιζα τη δουλειά για τη συγγραφή του «Κυκλαδίτικου Λεξικού». Οι σύντροφοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί χαράμιζα δύο ώρες την ημέρα σ' αυτή τη δουλειά. Ένας σύντροφος, που δεν ζει σήμερα, μου είπε χαρακτηριστικά: «Τι σχέση έχουν αυτά με το Μαρξισμό;» Και ένας άλλος, που ζει,έλεγε επίσης: «Αν ο Μανώλης δεν ασχολιόταν με τις πέτρες και τις λέξεις, θα γινόταν ένας κορυφαίος μαρξιστής».

Προσπάθησα να εξηγήσω στους συντρόφους μου την ιδιαίτερη σημασία που έχει για μας τους κοινωνικούς επαναστάτες η εξέχουσα συμβολή της γλώσσας στην ανάπτυξη της νόησης, ο ρόλος της εργασίας στη διαμόρφωση της γλώσσας και ο ρόλος της γλώσσας στη διάδοση των ιδεών και, ιδιαίτερα, στη διάπλαση της ατομικής κοινωνικής αυτογνωσίας και συνείδησης.

Επί ματαίω!
Οι κομματικές διόπτρες είχαν δημιουργήσει κλωβούς εγκλωβισμού της σκέψης. Αυτές οι ίδιες συνέβαλλαν στο να αγνοείται ο ρόλος της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Παραμόρφωναν στην ουσία την πραγματικότητα, με συνέπεια να ανακόπτουν την πορεία αυτής της ίδιας της κοινωνικοποίησης.

Αγνοούσα βέβαια τότε ότι ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, το 1950, είχε ασχοληθεί με τη γλώσσα και είχε πάρει μέρος στη συζήτηση που είχε ως θέμα «αν η γλώσσα ανήκει στη βάση ή στο εποικοδόμημα». Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πράβντα» γράφει για τη γλώσσα:
«Δημιουργήθηκε για να ικανοποιεί τις ανάγκες όχι μιας κάποιας τάξης, αλλά ολάκερης της κοινωνίας, όλων των τάξεων της κοινωνίας».
Διευκρινίζει εντούτοις:
«Οι άνθρωποι όμως, οι ξέχωρες κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, δεν είναι καθόλου αδιάφοροι προς τη γλώσσα. Προσπαθούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για τα δικά τους συμφέροντα, να της επιβάλλουν το ιδιαίτερό τους λεξιλόγιο, την ιδιαίτερή τους ορολογία, τις ιδιαίτερές τους εκφράσεις» (βλ. Μαν. Γλέζος: «Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα» εκδ. Βέγας, Αθήνα 1977, σελ. 108).

Δυστυχώς οι σύντροφοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται, οικουμενικοποιείται και κοινωνικοποιείται όσο πιο πολύ επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Και η επικοινωνία αυτή πραγματώνεται με το λεκτικό συμβολισμό.

Το δεύτερο γεγονός συνέβη πριν από μια δεκαπενταετία περίπου. Ένας αγαπητός μου φίλος, εξαίρετος φιλόλογος, που δεν ζει σήμερα, επεχείρησε να θεμελιώσει μια άποψή του πάνω και σε γλωσσολογικά φαινόμενα. Όταν προσπάθησα να τον αντικρούσω χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα στοιχεία από την ίδια τη γλώσσα, αντί να μου απαντήσει με επιχειρήματα, μου είπε οργισμένος: «Να μην ανακατεύεσαι στα χωράφια μας».

Ενοχλήθηκα σφόδρα απ' αυτή την τοποθέτηση του αγαπητού κατά τα άλλα φίλου και εκλεκτού φιλολόγου. Διότι η συμπεριφορά του δεν ήταν απάντηση φιλολόγου, αλλά μια απάντηση που φορούσε κι αυτή παρωπίδες, όπως στο προηγούμενο συμβάν. Εξάλλου η επιστήμη δεν είναι ιερατείο. Οι λειτουργοί της οφείλουν όχι μόνο να την κάνουν κτήμα του συνόλου, αλλά και να δέχονται κριτική τεκμηριωμένη από τον όποιο πολίτη. Το επιχείρημα είναι η απάντηση και όχι το «εκάς οι βέβηλοι», που χειροκρότησαν μάλιστα ένιοι παρευρισκόμενοι στη συζήτηση εκείνη.

Σας καθιστώ κοινωνούς των δύο αυτών γεγονότων και αναρωτιέμαι ενδομύχως: Μήπως συντελούν ώστε, σ' αυτή την πανεπιστημιακή διάκριση, την τέταρτη κατά σειρά, να υποκρύπτεται ένα είδος δικαίωσης και μια απάντηση σε όλους εκείνους οι οποίοι είτε θεωρούσαν ότι δεν έχω δικαίωμα να έχω γνώμη σε γλωσσολογικά φαινόμενα, είτε λογάριαζαν πως η ενασχόλησή μου με τη γλωσσολογία είναι χαμένος κόπος για μένα και το κοινωνικοπολιτικό κίνημα.

Ας είναι. Αρκετά σας απασχόλησα με τα προσωπικά μου, αλλά στο πρόσωπό μου είναι αφιερωμένη η βραδιά. Παρ' όλ' αυτά ζητάω τη συγγνώμη σας.
Μου προσφέρατε μια τιμητική πανεπιστημιακή διάκριση, την ίδια ώρα που αγωνιστές και αγωνίστριες, μέσα στη μοναξιά της σιωπής, φεύγουν από τη ζωή χωρίς καμία διάκριση από την πολιτεία. Παράλληλα η ανθρωπότητα όλη, παρά την αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη, βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση - πόλεμοι, καταπιεσμένοι λαοί, τεράστιοι πληθυσμοί σε εξοντωτική ανέχεια, με θανάτους από πείνα, δίψα και ασθένειες.

Την ώρα που είμαι ενδεδυμένος την πανεπιστημιακή τήβεννο, συνάνθρωποί μας, γυμνοί ενδυμάτων και γυμνοί μέσων υπεράσπισης, βρίσκονται έρμαια των φυσικών φαινομένων, αλλά και της ανθρώπινης κτηνωδίας. Ολόκληρη η ανθρωπότητα διέρχεται από μια βαθύτατη κρίση, κρίση εσωτερική -στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους- και κρίση στις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση. Ο κόσμος, τον οποίο εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουμε δημιουργήσει, το σύστημα των σχέσεών μας, έχει στραφεί εναντίον μας και μας καταπιέζει. Η αγωνία, το άγχος, η οδύνη και ο πανικός διακατέχουν το σύνολο της ανθρωπότητας.

Πώς μπορώ να συγχρωτισθώ με την ανήκεστο πληγή της κοινωνίας μας, να κραυγάζω: «δεν είμαι τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νου, τα τ' όμματα» και παράλληλα να δέχομαι την τιμητική διάκρισή σας;

Αρνητής της όποιας μορφής εξουσίας, αρνητής του όποιου κατεστημένου, αρνητής του όποιου τίτλου ξεχωρίζει το άτομο από τους συνανθρώπους του, το μετατρέπει σε εξουσιαστή υπηκόων, αρνητής αξιωμάτων, τίτλων και διακρίσεων, αποδέχομαι τη δική σας επιστημονική διάκριση ξύπνιος κι ολόρθος, μ' ολάνοιχτα τ' αυτιά και τα μάτια ν' ακούω και να βλέπω τις πληγές και τον πόνο και ν' αγωνίζομαι να τα γιατρέψω.
Αποδέχομαι την τιμή που μου κάνετε να με ανακηρύξετε επίτιμο διδάκτορα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διότι δεν την επιζήτησα, διότι δεν είναι αποτέλεσμα συναλλαγής, διότι δεν κατέχω κανένα κυβερνητικό αξίωμα και διότι θα συνεχίσω να ασχολούμαι με την ελληνική γλώσσα και το λεκτικό συμβολισμό, ανεξάρτητα όλων αυτών.

Προκαταβολικά, επαναλαμβάνω αυτό που τονίζω πάντοτε. Οι απόψεις μου τίθενται πάντοτε προς κρίση και αντίκρουση. Στην προσπάθεια να αντικρουστούν, με επιχειρήματα, θα βρεθεί και η αλήθεια. Παθιάζομαι για τις ιδέες μου, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι δεν πρέπει να αμφισβητηθούν.

Δείτε στην επόμενη ανάρτηση το 2ο μέρος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου